skip to main |
skip to sidebar
Η ΜΑΧΗ ΣΤΑ ΠΛΑΤΑΝΟΥΔΙΑ ΤΕΡΠΝΗΣ
17 Φεβρουαρίου 1913
Η Τερπνή γιορτάζει την 97η επέτειο της μάχης στα Πλατανούδια. Τι ακριβώς έγινε την ιστορική εκείνη ημέρα, μας εξιστορεί η συγχωριανή μας φιλόλογος κ. Αναστασία Δήμου, με τον πανηγυρικό της ημέρας που εκφώνισε κατά την περυσινή επέτειο.
Κάθε ιστορική επέτειος, τοπική ή εθνική, είναι μία αναφορά στους αγώνες του λαού μας, μία μάχη μνήμης ενάντια στον αδυσώπητο χρόνο, μια μέρα συγκίνησης, περισυλλογής, ηθικού και εθνικού χρέους. Μία τέτοια επέτειος είναι η 17η Φεβρουαρίου 1913, ημέρα έναρξης της μάχης στα Πλατανούδια Τερπνής μεταξύ των Ελλήνων και Βουλγάρων, στα χρονικά πλαίσια του Α΄Βαλκανικού Πολέμου.
Επειδή όμως το τοπικό αυτό ιστορικό γεγονός δεν είναι μεμονωμένο, αλλά εντάσσεται σ΄ ενα ευρύτερο πλαίσιο πολιτικών αντιπαραθέσεων, διπλωματικών ζυμώσεων και στρατιωτικών επιχειρήσεων, είναι επιτακτική ανάγκη μία συνοπτική αναφορά στην κατάσταση που επικρατούσε στην περιοχή των Βαλκανίων στις αρχές του 20ου αιώνα.
Η Βουλγαρία που ονειρευόταν το μεγάλο κράτος της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου επεδίωκε διέξοδο στον Εύξεινο Πόντο και στο Αιγαίο, μ΄ άλλα λόγια διεκδικούσε την Α. Μακεδονία και τη Θράκη.
Η Σερβία επεδίωκε διέξοδο στην Αδριατική.
Η Ελλάδα διεκδικούσε τα εδαφικά της δικαιώματα στο Μακεδονικό και Θρακικό χώρο. Από το τέλος της Επανάστασης του 1821 ζούσε με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας, της Ελλάδας των δύο Ηπείρων και των πέντε θαλασσών, ενα όραμα που προσπάθησε να υλοποιήσει με τον Μικρασιατικό Πόλεμο ο Ελευθέριος Βενιζέλος.
Οι Νεότουρκοι, μετά την επανάσταση του 1908, λησμόνησαν τις υποσχέσεις τους για ελευθερία, ισότητα και ισονομία των διαφόρων εθνοτήτων και εφάρμοσαν μια σκληρή πολιτική εκτουρκισμού. Παρά όμως την πολιτική αυτή, η Οθωμανική αυτοκρατορία πνέει τα λοίσθια και σε λίγο καιρό θ΄ αρχίσει η διανομή της πλούσιας κληρονομιάς. Ο Βενιζέλος επειδή φοβόταν την ιδέα της απομόνωσης και επειδή διαπίστωσε πως το βαλκανικό δε θα λυνόταν διπλωματικά αλλά με τα όπλα, τάχθηκε υπέρ της ένταξης της Ελλάδας σε μια Βαλκανική συμμαχία αυτόνομη, απαλλαγμένη από την κηδεμονία των Μεγάλων Δυνάμεων.
Τον Μάρτη του 1912συνήφθη συμμαχία μεταξύ Βουλγάρων και Σέρβων, παρά τος όποιες διαφορές τους στο Μακεδονικό. Δύο μήνες αργότερα υπογράφηκε συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Οι συμμαχίες αυτές είχαν είχαν χαρακτήρα επιθετικό, αφού τα συμβαλλόμενα μέρη επιθυμούσαν να εκδιωχθούν οι Οθωμανοί δυνάστες από τη χερσόνησο του Αίμου.
Έτσι τον Οκτώβριο του 1912, τέσσερα χριστιανικά κράτη της Βαλκανικής, Ελλάδα, Σερβία, Βουλγαρία και Μαυροβούνιο άρχισαν τον πόλεμο εναντίον μιας αυτοκρατορίας αλλόθρησκης και πολυεθνικής, της Οθωμανικής.
Ο Ελληνικός στρατός που έδρασε στο μέτωπο της Νότιας Μακεδονίας και Ηπείρου, με αρχιστράτηγο τον διάδοχο Κων/νο και αρχηγό του Γ.Ε.Σ τον στρατηγό Δαγκλή, πέρασε τα σύνορα και απελευθέρωσε την Ελασσόνα. Μετά την μάχη του Σαρανταπορου απελευθέρωσε την Κατερίνη, τα Γρεβενά και την Κοζάνη. Παρόμοιες επιτυχίες είχαν οι μεν Βούλγαροι στη Θράκη, οι δε Σέρβοι στη Β.Δ Μακεδονία. Οι νίκες αυτές του ελληνικού στρατού είχαν ευνοϊκή επίδραση σ΄ ολόκληρη την Μακεδονία και η επίδραση αυτή έγινε αισθητή και στην περιοχή μας. Στις 22 Οκτωβρίου 1912 απελευθερώθηκε η Βισαλτία από τους Τούρκους, δηλαδή 4 μέρες πριν από την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.
Η χαρά της λευτεριάς δεν κράτησε για πολύ. Οι αιτίες ήταν δύο :
1. Η Βαλκανική συμμαχία είχε την αχίλλειο πτέρνα της, το ευαίσθητο σημείο της. Τίποτε δεν είχε συμφωνηθεί για διανομή εδαφών μετά την νίκη. Επομένως όσα εδάφη καταλάμβανε ο κάθε στρατός, θα μπορούσε και να διεκδικίσει.
2. Οι υπερφίαλες αξιώσεις των Βουλγάρων και η φανερή πρόθεσή τους να εκμεταλλευτούν τις ασάφειες και αοριστίες των συμφωνιών.
Ο Βενιζέλος, διορατικός πολιτικός, κατάλαβε τις προθέσεις τους, διαφώνισε με τον βασιλιά Κων/νο και έδωσε εντολή να κινηθεί ο στρατός προς τη Θεσ/νίκη, πριν προλάβουν οι Βούλγαροι. Για το Βενιζέλο, το πρόβλημα δεν ήταν στρατιωτικό αλλά πολιτικό. Η κατάληψη της Θεσ/νίκης, θα σήμαινε τη διεκδίκηση και της υπόλοιπης Μακεδονίας. Πράγματι ο Βενιζέλος ιστορικά δικαιώθηκε. Μόλις τα ελληνικά στρατεύματα μπήκαν στη Θεσ/νίκη, στις 26 Οκτωβρίου 1912, εμφανίστηκαν οι πρώτες βουλγαρικές δυνάμεις με τον Θεοδώρωφ.
Απο τη στιγμή της απελευθέρωσης της Θεσ/νίκης άρχισαν οι προστριβές. Τα παλιά μίση και τα πάθη αναζωπυρώθηκαν και οι διπλωματικές σχέσεις Ελλάδας - Βουλγαρίας ψυχράνθηκαν. Οι Βούλγαροι ήταν έτοιμοι να διαλύσουν τη συμμαχία και πρώτη επιδίωξή τους ήταν η κυριαρχία τους στην περιοχή του Στρυμώνα.
Τον Νοέμβριο του 1912 ήρθαν στη Νιγρίτα δύο βουλγαρικοί λόχοι (260 άνδρες) με διοικητή τον ταγματάρχη Χριστώφ, με το πρόσχημα της ανάπαυσης και του ανεφοδιασμού σε τρόφιμα (τυπικά είμαστε σύμμαχοι). Ο στόχος τους - η κατάληψη της Νιγρίτας - ήταν πλέον φανερός.
Το δεύτερο δεκαήμερο του Φεβρουαρίου 1913, 15 βουλγαρικοί λόχοι ξεκινώντας από τις Σέρρες, πέρασαν τη γέφυρα του Όρλιακου (σημερινού Στρυμονικού) και αφού εξουδετέρωσαν τις φρουρές στα στρατιωτικά φυλάκια του Δημητριτσίου και της Λυγαριάς, στρατοπέδευσαν στην Αγία Παρασκευή. Ένας κάτοικος από το Δημητρίτσι διέφυγε από του βουλγάρους και ειδοποίησε τον Καπετάν Γιαγκλή, που βρισκόταν στα υψώματα της Νιγρίτας. Ο Γιαγκλής ειδοποίησε το λοχαγό Γαργαλίδη, ο οποίος έστειλε στην Τερπνή, για την αντιμετώπιση των βουλγάρων εναν λόχο με 130 οπλίτες και 6 αξιωματικούς.
Η Τερπνή την εποχή εκείνη ονομαζόταν Τσιαρπίστα. Είχε χίλιους κατοίκους, από τους οποίους 600 Έλληνες και 400 Τούρκους. Από τους 600 Έλληνες μόνο 200 περίπου ήταν μάχιμοι και αυτοί βέβαια αστράτευτοι και απαίδευτοι, αφού μόλις πριν 4 μήνες είχε απελευθερωθεί η Βισαλτία από τον τουρκικό ζυγό. Παλολο αυτά οι 200 αυτοί μάχιμοι Τερπνιώτες βοήθησαν το λόχο , με παλιά όπλα "κρα" ως βαρδιάνοι, δηλαδή ως εναλλακτικοί μαχητές, αφού σε μια μάχη τεσσάρων ημερών, τόσο κράτησε η μάχη στη θέση Πλατανούδια, έπρεπε ο λόχος να ξεκουραστεί, να ανακτήσει τις δυνάμεις του. Οι 400 Τούρκοι της Τερπνής φυσικά ήταν απρόθυμοι να βοηθήσουν, όμως αναγκάστηκαν να παραδώσουν τον οπλισμό τους στους αγωνιστές. Οι Βούλγαροι είχαν το διοικητήριό τους στην τοποθεσία "Γκουρνιτσιά"", τη μισή τους δύναμη προς τα αμπέλια, την άλλη (το ιππικό τους) προς τον κάμπο.
Ο υπολοχαγός Σταυριανόπουλος έστησε το διοικητήριό του στα Πλατανούδια (μικρά τρυφερά πλατανάκια),εναν χώρο κατάλληλο για θέσεις μάχης σε ακτίνα ενός χιλιομέτρου, ο δε χείμαρος που υπήρχε, χωρίς καμία γέφυρααποτελούσε φυσικό εμπόδια για τους Βουλγάρους. Ακροβόλισε το μισό λόχο του προς τα αριστερά και νότια από τα Πλατανούδια ακρη - άκρη στον ποταμό μέχρι το δρόμο προς τη Νικόκλεια, απέναντι από την Κηφησιά, με τρεις υπολοχαγούς, τον Κορδογιάννη επικεφαλής και τους Γαρδίκα και Βασιλόπουλο. Τον άλλο μισό λόχο τον ακροβόλισε προς τα δεξιά και βόρεια από τα Πλατανούδια προς τον κάμπο, με τρεις αξιωματικούς, τον εαυτό του επικεφαλής, τον υπολοχαγό Γαλανόπουλο και τον ανθυπολοχαγό Παπακώστα.
Την παραμονή της μάχης , Κυριακή 16 Φεβρουαρίου, οι Βούλγαροι έστειλαν από την Αγία Παρασκευή στη Νιγρίτα αγγελιοφόρο με γραπτές διαταγές προς τη διλοχία τους για σφαγή του ελληνικού πληθυσμού στη Νιγρίτα και στην Τερπνή και για συντονισμένη επίθεση εναντίον των ελλήνων στρατιωτών στα Πλατανούδια. Ο αγγελιοφόρος επιστρέφοντας συνελήφθει από περίπολο του ελληνικού λόχου που έδρευε στην Τερπνή. Δεν γνωρίζουμε τι αποκάλυψε ή τι έγγραφα κατασχέθηκαν πάνω του. Πάντως τα σχέδια των βουλγάρων ήταν φανερά. Επεδίωκαν την κυριαρχία στην περιοχή της Νιγρίτας, πρόβαλλαν δικαιώματα συγκυριαρχίας στη Θεσ/νίκη και προετοίμασαν το έδαφος να διαλύσουν τη συμμαχία και τυπικά.
Οι βούλγαροι που βρίσκονταν στη "Γκουρνιτσιά", όταν είδαν πως ο αγγελιοφόρος δεν επέστρεφε, αποφάσισαν να επιτεθούν χωρίς ανταπόκριση από τους δικούς τους στη Νιγρίτα. Η επίθεση άρχισε στις 17 Φεβρουαρίου, ημέρα Δευτέρα, ώρα δύο το μέσημέρι με χιονόνερο. Πρώτα άρχισαν τα κανόνια τους. Έριχναν οβίδες και στα Πλατανούδια και μέσα στο χωριό για λόγους ευνόητους. Στα μεν Πλατανούδια για να ανοίξουν δίοδο για το πεζικό τους, στο δε χωριό για καταστροφή , σύγχυση και πανικό. Η πρώτη μάλιστα οβίδα έπεσε στο ναό του Αγίου Δημητρίου. Μετά τις οβίδες άρχισαν οι επιθέσεις του πεζικού και του ιππικού. Η μάχη ήταν σκληρή και άνιση αλλά η άμυνα των Ελλήνων μαχητών αποδείχτηκε δυνατή και αποτελεσματική. Η αθρόα συμμετοχή των Τερπνιωτών στο προσκλητήριο της ελευθερίας ήταν σημαντική. Η επιτροπή του αγώνα της Τερπνής παραστάθηκε στους μαχητές φέρνοντας τρόφιμα και πολεμοφόδια και μεριμνώντας για την περίθαλψη των τραυματιών και τη μεταφορά τους σε σπίτια του χωριού.
Οι βούλγαροι έπειτα από μάχη τεσσάρων ημερών αναγκάστηκαν να τραπούν σε φυγή, παίρνοντας μαζί τους και δέκα αιχμαλώτους από το Δημητρίτσι τους οποίους και κατακρεούργησαν.
Κατά τη μάχη στα Πλατανούδια οι Βούλγαροι αποδεκατίστηκαν , άφησαν περίπου 500 νεκρούς. Ο ελληνικός λόχος είχε 17 στρατιώτες νεκρούς και αρκετους τραυματίες ανάμεσα στους οποίους και οι αξιωματικοί Κορδογιάννης και Γαρδίκας.
Σημερινοί μάρτυρες αυτής της άνισης αναμέτρησης, τα τρία εναπομείναντα γέρικα πια πλατάνια, τα οποία ακόμη έχουν στο σώμα τους τα τραύματα από τις οβίδες. Μετά τη μάχη πολλά βουλγαρικά άλογα περιφέρονταν αδέσποτα και χρησιμοποιήθηκαν σε γεωργικές εργασίες ως λάφυρα πολέμου.
Οι Βούλγαροι μετά την αποτυχία τους να φτάσουν στη Νιγρίτα μέσω Πλατανουδιών, απεχείρησαν από άλλο δρόμο , του Σοχού, να καταλάβουν την πόλη της Νιγρίτας και της ευρύτερης περιοχής.
Το Μάη του 1913 τελείωσε ο Α΄ Βαλκανικός Πόλεμος με τη συνθήκη του Λονδίνου. Σύμφωνα μ΄ αυτή ο σουλτάνος παραχώρησε στα συμμαχικά βαλκανικά κράτη όλα τα ευρωπαϊκά εδάφη της αυτοκρατορίας που βρισκόταν δυτικά της γραμμής Αίνου - Μήδειας. Οι ασάφειες της συνθήκης , οσον αφορά στα σύνορα των βαλκανικών κρατών, αλλά και οι αξιώσεις των Βουλγάρων να καρπωθούν τη μερίδα του λέοντος, οδήγησαν σ΄ ενα δεύτερο γύρο, ενδοβαλκανικό αυτή τη φορά, για το μοίρασμα των κεκτημένων. Στο Β΄ Βαλκανικό πόλεμο οι Βούλγαροι από σύμμαχοί μας έγιναν εχθροί μας. Η πόλη της Νιγρίτας πυρπολήθηκε για τέσσερεις μέρες (16 - 20 Ιουνίου). Γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι βρήκαν φρικτό θάνατο.
Μετά τις πρόσκαιρες επιτυχίες των Βουλγάρων, ακολούθησε η νικηφόρα μάχη του Κιλκίς - Λαχανά και στη συνέχεια οι Βούλγαροι απωθήθηκαν από τον ελληνικό στρατό μέχρι την Αλεξανδρούπολη.
Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι διήρκεσαν 10 μήνες συνολικά. Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (28 Ιουλίου 1913) η Ελλάδα διπλασιάστηκε εδαφικά (πήραμε την Κρήτη, τη Μακεδονία, τη Νότια Ήπειρο, τα νησιά του βορειανατολικού Αιγαίου) και υλοποίησε εν μέρει το όραμα της Μεγάλης Ιδέας. Διπλασιάστηκε όμως και πληθυσμιακά αφού από δυόμιση εκατομμύρια που ήταν πριν από τους βαλκανικούς πολέμους, εφτασε τα πέντε εκατομμύρια. Οι βαλκανικοί πόλεμοι αποδείχθηκαν εθνικά επωφελείς για την Ελλάδα. Το τέλος τους σηματοδότησε την αρχή μιας νέας πορείας για τη χώρα μας. Σφυρηλατήθηκε η εθνική ενότητα και τέθηκαν οι βάσεις για την περεταίρω οικονομική ανάπτυξη και ευημερία.
Πέρασαν 96 χρόνια από τότε. Σήμερα με τους γείτονές μας Βουλγάρους μας συνδέουν σχέσεις πολιτικές, οικονομικές και πολιτιστικές, που επιβλήθηκαν από την ανάγκη για ειρηνική συμβίωση των λαών μας αρχικά αλλά και στις σχέσεις που απορρέουν από τις υποχρεώσεις των δύο χωρών ως μέλη της μεγάλης οικογένειας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσι τα βαλκάνια - επίκαιρα σήμερα παρά ποτέ - αποτελούν μία από τις πιο ευθραυστες περιοχές της Ευρώπης. Οι πρόσφατες εξελίξεις μας το επιβεβαιώνουν.
Η Ελλάδα, το σταυροδρόμι των λαών, καλείται να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο και να αποτελέσει εγγύηση σταθερότητας και ασφάλειας στην περιοχή των Βαλκανίων. Σ΄ εναν κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενο, με ολοένα αυξανόμενες απαιτήσεις, με εκπληκτικές κατακτήσεις αλλά και δυσεπίλυτα προβλήματα, η συνεργασία των λαών είναι απαραίτητη περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, με πρωταρχικό στόχο την εδραίωση της ειρήνης, αυτής της υπερτατης ανθρωπιστικής αξίας, που αποτελεί απαραίτητη προυπόθεση για πρόοδο και ευημερία.
Ως Έλληνες οφείλουμε να έχουμε ιστορική μνήμη και βαθιά συνείδηση των αγώνων του πολύπαθου λαού μας, γιατί η ιστορία που γράφεται με αίμα και μελάνι, είναι μάρτυρας του παρελθόντος και πολύτιμος οδηγός για το παρόν και το μέλλον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου