Με την ευκαιρία της 108ης επετείου της μάχης στα Πλατανούδια, καταθέτουμε τις μαρτυρίες ορισμένων ανθρώπων του χωριού μας, που σήμερα δεν βρίσκονται εν ζωή, αλλά πρόλαβαν να μας διηγηθούν όσα έζησαν ή άκουσαν την εποχή εκείνη της μάχης το 1913. Αποτελούν πραγματικά ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΝΤΟΚΟΥΜΕΝΤΑ και δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα του Συλλόγου μας
Τα παρακάτω αφηγήθηκε η γιαγιά Δήμητρα (Μήτρω) Νούλη η οποία
γεννήθηκε το 1903 και έζησε κοριτσάκι 10 χρονών τα γεγονότα στα Πλατανούδια και αναδημοσιεύτηκαν στο τεύχος 61 (Ιανουάριος Φεβρουάριος
του 2005).
- κουρίτσια
φυγβάτει
-
γιατι μπρε δάσκαλι ;
-
Πόλιμος
γίνιτει, φυβγάτει κι παέντει σπίτια σας
Στου
δρόμου αντάμουσαμι τ΄μάνα μ. Ηρχουνταν για να μι πάρει.
-
Που
μαρί κουρτσούδι μ είσει ; Ελάτει μαρί τι κακό θα γιένει καημένη
Πήγαμει
σπίτι κι απου κει στν ηκκλησία. Να μας φλάξει Αη Δημήτρης. Κει πις απ τν ηκκλησία
ήταν κιάλνοι. Του βράδυ γύρσαμι πις για να κοιμθούμι. Λιέει πατέρα μ στ μάνα μ
-
Κάνει
προυζύμι να ζμώσεις πουλί ψουμί. Θα φεύγουμι κι ψουμί δεν θάχει.
Μάνα μ
όλου του βράδυ ζύμουνει κι έκανει ψουμί. Τς χαραές του ψουμί βγήκει.
Παλιουβούργαροι απ τ Γκουρνιτσιά έριχναν βίδις. Όπους έμαθαμι ύστρα δεν έριχναν
για μας αλλά για τ μπαρμπα Τζιώτζιου τ Νούλη του σπίτι, γιατί κει ήταν
στρατιώτις κι τς έβλειπαν μι τα κιάλια. Κει που κάθουμαν (του σπίτι μας ήταν
χαμπλό) πιρνάει μια βίδα παν απ του σπίτι μας κι πέφτει στ Βλαχουδήμου τ Μήτρη
τν αυλή. Άλλη μια βίδα πέφτει στ μπαρμπα Τζώτζιου του σπίτι κι ρίχνει μια
γουνιά. Φύβγα όλνοι.
Στα
Πλατανούδια είχαμι λίγνοι στρατιώτις κι έναν ταγματάρχη πουλή τρομηρό. Ύστρα
ήρθει στρατός απ τ Χαλκιδική, αλλά μι τα πουδάρια ήρχουνταν καημένοι κι
άργησαν. Αλλά όλη Νιγρίτα κι του χουριό μας στου πουδάρι σκώθκαν. Πουλλοί όπους
αδηρφό μ Αργύρς επι Τουρκίας είχαν όπλα κι αυτός ο αξιωματικός έβαζει έναν στρατιώτη
– τρις πουλίτις για να πιάσουν όλου του μέτουπου. Οι βούργαροι μι το ιππικό
έφτασαν μέχρι τς Μαρούδας τ μπάρα κι δεν μπόρησαν να πηράσουν. Τα πυροβόλα μας τς
ψώφσαν. Ταξουπίς οι Βούργαροι. Έπιασαν θκοί μας κι μηρικοί αιχμάλωτοι κι τς
έβαλαν στ Λούρου τα μαγαζιά (αυτνοί ήταν καπνέμποροι. Τότι τα καπνά δεν τα
παστάλιαζαμι. Έπηρναν τα σαντάλια κι έφηρναν εργάτεις και τα δούλευαν).
Όταν ήρτει μετά από μερικές μέρεις ο αξιωματικός ειδοποίησει όλου του χουριό κι πήγαμι στα Πλατανούδια κι έκαναμι παράκληση. Αγκάλιαζει του πλατάνι κι έλειγει : «αυτός είνει ο σωτήρα μ. Να πηρνούν ουβίδις απου παν κι να μη με πιάνουν”.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου